Κυριακή 13 Ιουλίου 2008


Για τον Νικο Σκαλκωτα
Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στις 8/21[i] Μαρτίου 1904 στη Χαλκίδα της Εύβοιας. Ο προπάππους του Αλέκος Σκαλκώτας, ήταν ονομαστός λαϊκός μουσικός από τον Πύργο (Πάνορμο) της Τήνου. Ο παππούς του Νίκος, ήταν γλύπτης και εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα όπου οι δύο γιοι του, Αλέκος και Κώστας, πατέρας και θείος του αντίστοιχα, έγιναν επιφανή μέλη της εκεί Φιλαρμονικής. Πιο ταλαντούχος ο Κώστας έπαιζε μεταξύ άλλων εξαιρετικό βιολί και το 1895 διατέλεσε πρόεδρος της Μουσικής Εταιρίας Χαλκίδας. Η μητέρα του Ιωάννα, το γένος Παπαϊωάννου, ήταν από τα Χώστια Βοιωτίας.
Το 1906, εξαιτίας πολιτικών αντιπαραθέσεων, ο θείος του χάνει τη θέση του διευθυντή της μπάντας Χαλκίδας και η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα.[ii] Εκεί, σε ηλικία πέντε χρονών (1909), παίρνει τα πρώτα μαθήματα βιολιού από το θείο του. Το 1914 γράφεται στην τάξη του Tony Schultze στο Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1920, σε ηλικία δεκαέξι χρονών, με δίπλωμα βιολιού, πρώτο βραβείο και χρυσό μετάλλιο Ανδρέα και Ιφιγένειας Συγγρού. Στις διπλωματικές εξετάσεις ερμήνευσε το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Beethoven. Αργότερα κερδίζει την Αβερώφειο υποτροφία που του δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσει τις σπουδές του στο Βερολίνο.
Σε ηλικία δεκαεπτά χρονών (1921) βρίσκεται στο Βερολίνο και γράφεται στην εκεί Μουσική Ακα­δημία (Hochsсhule für Musik), στην τάξη βιολιού του Willy Hess. Στην ίδια σχολή παρακολουθεί μαθήματα θεωρητικών και σύνθεσης με τους Paul Juon και Robert Kahn και, επηρεασμένος ίσως από τον Δημήτρη Μητρόπουλο, ασχολείται με τη σύγχρονη της εποχής του μουσική.[iii] Το 1923 επικεντρώνεται στη σύνθεση, εγκαταλείποντας την καριέρα του βιολονίστα.[iv] Από το Σεπτέμβριο του 1925 έως το Σεπτέμβριο του 1927 παρακολούθησε μαθήματα με το μαθητή του Busoni Philip Jarnach, και το 1926 παίρνει μαθήματα ενορχήστρωσης από τον Kurt Weill. Όταν εξαντλήθηκε το ποσό της πρώ­της υποτροφίας, αναγκάστηκε να εργαστεί ως βιολονίστας και πιανίστας σε ορχήστρες καφενείων και κινηματογράφων του Βερολίνου και ο χρόνος που διέθετε στη σύνθεση περιορίστηκε.[v] Η οικονομική ενί­σχυση που του παρέχει ο Εμμανουήλ Μπενάκης, από το 1928 έως το Μάρτιο του 1931, του επιτρέ­πει να ασχοληθεί περισσότερο με τη σύνθεση.
Τον Οκτώβριο του 1927 έγινε δεκτός στην τάξη επίλεκτων σπουδαστών (Meisterklasse) του Ar­nold Schoenberg, στην Πρωσική Ακαδημία Καλών Τεχνών (Preussische Akademie der Künste), όπου παρέμεινε ως το τέλος της άνοιξης του 1931.[vi] Η διδασκαλία του Schoenberg επηρέασε σημαντικά το έργο του Έλληνα συνθέτη και ίδιος ο Schoenberg εκτιμούσε τον Έλληνα μαθητή του, σε άρθρο του 1948 μάλιστα αναφέρει:

[…] Η σκληρότητα των απαιτήσεών μου είναι επίσης ο λόγος του ότι, από τις
εκατοντάδες των μαθητών μου μόνο λίγοι έγιναν συνθέτες: Anton Webern, Alban
Berg, Hanns Eisler, Karl Rankl, Winfried Zillig, Roberto Gerhard, Νίκος
Σκαλκώτας, Norbert von Hannenheim, Gerald Strang, Adolph Weiss.[…][vii]

Πρώτες εντυπώσεις του αθηναϊκού κοινού
Το 1928 επισκέφθηκε την Ελλάδα όπου σε συναυλία της ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών παρουσιάστηκε το έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου «Κρητική Γιορτή» σε δική του ενορχήστρωση. Το δείγμα αυτό δουλείας του Σκαλκώτα απέσπασε εγκωμιαστικά σχόλια. Ο Μανώλης Καλομοίρης σε άρθρο του στην εφημερίδα «Έθνος» της 12 Μαρτίου του 1928 αναφέρει:

[…]Ήτανε το πρώτο Ελληνικό έργο που εκτελείται από την ορχήστρα του Ωδείου
Αθηνών στην εφετεινή περίοδο και είχε διπλό ενδιαφέρον, γιατί εκτός από τη
γνωστή εργασία του κ. Μητρόπουλου μας παρουσίαζε για πρώτη φορά την ενορχήστρωση
ενός νέου Έλληνα μουσικού, που το αθηναϊκό κοινό τον είχε γνωρίσει βιολιστή με
μεγάλο ταλέντο και τον ξαναβρήκε μουσικό με μεγάλη δύναμη φαντασίας και λαμπερών
χρωματισμών στη μουσική παλέττα της ορχήστρας.[…][viii]

Ο Καλομοίρης θεωρεί σημαντικότερη την ενορχήστρωσή του από το ίδιο το έργο, αναφέροντας σχετικά σε άλλο σημείο του ίδιου άρθρου:

[…]Πάντως είναι βέβαιο πως το έργο ζητούσε την ορχήστρα και ασφαλώς μιαν
ορχήστρα σαν αυτή που του χάρησε ο κ. Σκαλκώτας. Η ενορχήστρωση του κ. Σκαλκώτα υπόσχεται πολλά, ίσως περισσότερα απ’ όσα υπόσχεται το ίδιο έργο. Η ενορχήστρωση αυτή είναι έργο ενός μουσικού γόνιμου και με αληθινή δημιουργική ορμή και τη χαιρετίζομε με αληθινή χαρά σαν την εργασία ενός νέου μουσικού από τον οποίον πρέπει να ελπίσωμε πολλά για το μέλλον.[ix]
Τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά στη δεύτερη επίσκεψή του στην Αθήνα, το Νοέμβριο του 1930, όταν παρουσίασε κάποια δικά του έργα διευθύνοντας τα ο ίδιος, σε δύο συναυλίες της 23 και 27 αυτού του μήνα. Το κοινό αντιμετώπισε με δυσπιστία τα μοντέρνα για την εποχή ακούσματα της μουσικής του. Ο μουσικοκριτικός Ιωάννης Ψαρούδας σε άρθρο του, για τη συναυλία της 23ης Νοεμβρίου στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα αναφέρει:

Η αμηχανία μου είναι μεγάλη προκειμένου να γράψω για ό,τι ακούσαμε και πως το ακούσαμε στη χθεσινή πρώτη λαϊκή συναυλία της […] ορχήστρας του ωδείου Αθηνών. Περιμέναμε με μεγάλη περιέργεια και με διάθεσι να χειροκρωτήσωμεν τον νεαρό κ.Σκαλκώταν, αριστούχον του ωδείου Αθηνών […]. Ως συνθέτης θα ήταν τολμηρόν να κρίνωμε τον συμπαθή μουσικόν από ό,τι δικό του ακούσαμε χθες. Το κοντσέρτο, για ορχήστρα πνευστών αποτελεί κατόπιν μιας πρώτης ακροάσεως ένα γρίφον, μίαν πρόκλησιν προς την αντίληψιν του κοινού και προς πάσαν καλαισθησίαν και πάντα ορθολογισμόν. Μου φαίνεται ότι είναι δύσκολο να ακούσει κανείς ασχημότερο πράγμα […] Να φανταστώ πως ο κ. Σκαλκώτας είναι πεπεισμένος πως έγραψε ένα, όχι αριστούργημα, αλλ’ απλώς ένα καλό έργο, μου φαίνεται δύσκολο. Θα προτιμούσα άλλωστε να ήμουν βέβαιος πως ο νεαρός συνθέτης ηθέλησε να διασκεδάσει εις βάρος του κοινού και να εκπλήξη μερικούς αδιόρθωτους σνομπς.

Στο ίδιο άρθρο αναφέρει για τη συναυλία που ακολούθησε: «Τρέμω μήπως μας περιμένουν νέαι απογοητεύσεις».[x] Ο Ψαρούδας δεν παρέστη στη συναυλία της 27ης Νοεμβρίου αλλά, «πληροφορήθηκε», ότι τα έργα του Σκαλκώτα «επροξένησαν εις το κοινόν ένα αίσθημα δυσφορίας και απογοητεύσεως». Και καταλήγει:

Είνε δυνατόν […] να βρίσκη ευχαρίστησι γράφων, δεν λέγω μόνον ακατανόητη, αλλά και άσχημη μουσική; Θα ειπώ εις τον κ. Σκαλκώτα ό,τι φαίνεται είπε μια μέρα ο R.Strauss στον Hindemith- τηρουμένων εννοείται των αναλογιών- «Κύριε Hindemith, σεις που έχετε τόσο τάλαντον, γιατί δε γράφετε μουσική;»[xi]

Η Σοφία Σπανούδη προσθέτει τα δικά της αρνητικά σχόλια στον εικοσιεπτάχρονο συνθέτη:
[…] απασχολεί αρκετά αυτήν την εβδομάδα τον Αθηναϊκόν Τύπον και το κοινόν που άκουσε τις συνθέσεις του.

Θεωρώντας ως «περίεργο φαινόμενο» τα έργα που ακούστηκαν αναφέρει:
[…] εις ποίαν συνομοταξίαν μουσικών ανήκει το περίεργον αυτό φαινόμενον, το
οποίο κατορθώνει ν’ απασχολήση επί δύο ώρας τους ακροατάς του χωρίς να τους πη απολύτως τίποτε.

Και συνεχίζει:
Ο Σκαλκωτας λοιπόν δεν είναι «φαινόμενον». Είναι απλώς μια περίπτωσις, πολύ
συνηθισμένη μάλιστα περίπτωσις στους καιρούς μας του πλήρους μουσικού
εκτροχιασμού και της αρνητικής ισοπεδώσεως της τέχνης. Είνε ένας αιρετικός δια
την αγάπην της αιρέσεως, και προ παντός δια την άρνησιν της μουσικής ορθοδοξίας. Αν προσθέσωμεν σ’ αυτό και την απόλαυσιν της εκζητήσεως του καινοφανούς και του καινοτρόπου για να ξαφνίσει τους αγαθούς αστούς και τους ανίδεους μουσόφιλους, έχομεν πλήρη τον χαρακτηρισμόν του Σκαλκώτα. Το ν’ αποκηρύττη ένας συνθέτης εκ συστήματος και επιμόνως την έμπνευσιν και τη δημιουργικότητα, είναι διπλούν κέρδος: α΄ γίνεται πρωτότυπος, και β΄ σκεπάζει την στειρότητα με το πρόσχημα της μοντέρνας τεχνοτροπίας.[xii]
Ολοκληρώνοντας την αρνητική της κριτική αναφέρει:
Οι συνθέσεις του κ. Σκαλκώτα ανήκουν στο είδος των μουσικών élucubrations
[φληναφημάτων], που δεν έχουν κανένα λόγο υπάρξεως εκτός της επικυρώσεως της ανυπαρξίας των.
Ένα ανυπόγραφο άρθρο στο φύλλο της 30ής Νοεμβρίου του 1930 της εφημερίδας «Καθημερινή» έρχεται να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες αρνητικές κριτικές. Σ’ αυτό το άρθρο η μουσική του Σκαλκώτα χαρακτηρίστηκε ως «εισβολή των βαρβάρων», την οποία «αρνούμεθα να παρακολουθήσωμεν μετά τινος σοβαρότητος και παραιτούμεθα παντός άλλου σχολίου επί του τερατουργήματός του».[xiii]
Ο Καλομοίρης, που είχε εκφράσει θετικά σχόλια στην προηγούμενη εμφάνιση του Σκαλκώτα, υπήρξε επιφυλακτικός για τις συναυλίες του 1930. Παρ’ ότι αναγνώρισε το μεγάλο ταλέντο του, βρήκε δυσκολία στο να κατανοήσει τη μουσική του, γράφοντας στην εφημερίδα Έθνος:
Δυστυχώς, από το έργο το κ. Σκαλκώτα ομολογώ πως δεν κατάλαβα τίποτε. Ίσως να μην φταίη ο κ. Σκαλκώτας, αλλά να φταίη η δική μου μουσική αντίληψη. Τα ζητήματα της μουσικής είνε τόσο περίεργα, ώστε δεν θα μου φαινότανε περίεργο αν μετά είκοσι χρόνια είχαμε τόσο συνηθίση στην τεχνοτροπία του κ. Σκαλκώτα, ώστε η μουσική του να φαίνεται ανώδυνη μπρος στη μελλοντική μουσική των διαδόχων του. […] Γι’ αυτό κι εγώ δεν μπορώ να είμαι κατηγορηματικός και δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να καταδικάσω απόλυτα μια μουσική για μόνο το λόγο πως δεν την κατάλαβα. […] Αυτά τα γράφω γιατί ο κ. Σκαλκώτας ασφαλώς δεν είναι τυχαίος μουσικός. Φαίνεται απολύτως κύριος όλων των μυστικών της τεχνικής του και είνε κρίμα να χάση η ελληνική μουσική τέχνη ένα λαμπρό μουσικό για να αποκτήση η Γερμανία έναν επί πλέον απομιμητή των εξωτερικών τύπων της τέχνης του Σένμπεργκ ή του Χίντεμιτ.[xiv]

Η απάντηση του Σκαλκώτα στους συμπατριώτες-επικριτές του ήλθε το Μάρτιο του 1931, μέσω του περιοδικού Μουσική Ζωή, όπου αναφέρει:
[…] Μεταξύ των καλών ξένων καλλιτεχνών υπάρχει μία κρυφή παροιμία, που λέγει ότι σχεδόν, κάθε κριτικός της μουσικής είναι κι’ ένας αποτυχών μουσικός. Η παροιμία αυτή κρύβει πολλάς αληθείας. Μία πρόχειρη ματιά εις τον κατάλογον όλων των καλών ξένων κριτικών της μουσικής, φέρει εις την επιφάνεια το εξής περίεργο φαινόμενον: τα ¾ των κριτικών αυτών αποτελούνται από αποτυχόντας συνθέτας και μουσικούς. (Νομίζω, ότι επίσης και εις την Ζωγραφικήν και Φιλολογίαν, αι καταστάσεις δεν διαφέρουν πολύ). Οι μουσικοί αυτοί είναι συχνά καλά κατηρτισμένοι, δεν χάνουνε την ευκαιρία αν σπουδάσουν μονομερώς εις το σχολείον την στοιχειώδη αρμονία, αντίστιξι, μορφολογία και να μάθουν κάπως κι’ ένα όργανο. Είναι ερασιτέχναι μουσικοί και καλοί, αλλ’ όχι βέβαια απαραίτητοι!
Αποτυγχάνουν στην καρριέρα τους και καταφεύγουν εις το σπήλαιον της
μουσικοκριτικής. Εκεί οπλίζονται με βιβλία, γνώσεις  αισθητικής και αρχίζουν τον αγώνα- την εκδίκισιν. […]
Αναφέρει επίσης:
[…]Η μουσικοκριτική μας βρίσκεται ακόμη εις το στάδιον της επαρχιακής
ανταποκρίσεως και της φθηνής φιλολογίας.[…]

[i] Διαφορά μεταξύ παλιού και νέου ημερολογίου.
[ii] John Thornley, λήμμα “Skalkottas” The New Grove Dictionary for Music and Musicians», second edition, επιμ. Stanley Sadie & John Tyrell (London: Oxford University Press, 2001): 464-469.
[iii] Ο Δημήτρης Μητρόπουλος σπούδασε με τον Busoni και τον Kleiber στο Βερολίνο στα χρόνια 1921-24. The New Grove, λήμμα “Mitropoulos Dimitri”. Με το Σκαλκώτα υπήρξαν συμμαθητές στο Ωδείο Αθηνών και φίλοι.
[iv] Πιθανό αίτιο η διάγνωση τενοντίτιδας στο αριστερό χέρι. Από γράμμα του προς τον Willy Hess, Thornley 2002 (είναι η πρώτη αναφορά γράψε λεπτομερώς για το άρθρο): 178.
[v] Σε αυτό συνέβαλαν και δύο εξωτερικοί παράγοντες, ο πληθωρισμός που έκανε την εμφάνισή του στη Γερμανία στα χρόνια 1922-24 και η υποτίμηση της δραχμής στο τέλος του 1922. Ό.π.:184.
[vi] Η επίσημη διάρκεια σπουδών στην τάξη του Schoenberg ήταν τρία χρόνια. Όταν αυτά παρήλθαν, ο Schoenberg επέτρεψε στον Σκαλκώτα να παρακολουθεί τα μαθήματα της τάξης έως το 1933. Ό.π.
[vii] Arnold Schoenberg, Selected writings, 1984. Λεπτομέρειες για το άρθρο. Δες πως γράφουμε υποσημείωση που έχει να κάνει με ένα άρθρο σε τέτοιο σημείο του κειμένου.
[viii] Μανώλης Καλομοίρης, «Από την Μουσικήν μας ζωή-Η Λαϊκή Συναυλία», εφ. Έθνος, 12/3/1928: 3-4.
[ix] Ό.π.
[x] Ιωάννης Ψαρούδας, «Α΄ Λαϊκή Συναυλία της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 24 Νοεμβρίου 1930.
[xi] Ιωάννης Ψαρούδας, «Alferd Cortot», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 30 Νοεμβρίου 1930.
[xii] Όλα τα παραθέματα από : Σοφία Σπανούδη, «Η ‘περίπτωσης’ του κ. Σκαλκώτα», εφ. Πρωία, 29 Νοεμβρίου 1930.
[xiii] (Ανυπόγραφο κείμενο), Α΄ Λαϊκή Συναυλία-Αλφρέδος Κορτώ», εφ. «Καθημερινή», 30 Νοεμβρίου 1930.
[xiv] Μανώλης Καλομοίρης «Από την Μουσικήν μας ζωή», εφ. «Έθνος», 24 Νοεμβρίου 1930. (Όλα τα αποσπάσματα σχετικά με την κριτική που δέχθηκε ο Σκαλκώτας στην πρώτη εμφάνισή του στην Αθήνα παρατίθενται στο άρθρο του Γ. Μπελώνη :«Οι πρώτες εντυπώσεις της κριτικής», ένθετο Επτά Ημέρες στην Εφημερίδα «Καθημερινή», (Αθήνα, 19 Σεπτεμβρίου 2004): 18-20.)